ἐπίρρημα

ἐπίρρημα
ἐπί-ρρημα, ατος, τό,
A that which is said afterwards:
I. in Old Comedy, a speech, commonly of trochaic tetrameters, spoken by the Coryphaeus after the Parabasis (as in Ar.Nu.575, Eq.565), Hsch., Suid.
II. adverb, D.H.Comp.2, etc.; περὶ ἐπιρρημάτων, title of work by Apollonius Dyscolus.
III. surname, nickname, Macho ap.Ath.13.578d.
IV. v. ἐπίρραμμα, ἐπίρριμμα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — το (γραμμ.), άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα (γι αυτό και η ονομασία του), αλλά και επίθετο ή άλλο επίρρημα: Δουλεύει σκληρά. – Πολύ καλός μαθητής. – Πολέμησε εξαιρετικά γενναία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”